ὁμοτίμως

ὁμοτίμως
ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος
equally valued
adverbial
ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος
equally valued
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՊԱՏՈՒԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0020 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c, 12c մ. ὀμοτίμως, ἱσοτίμως pari dignitate, honore, conditione. Իբրեւ համապատիւ՝ ըստ ամենայն առման. հաւասարապէս, եւ ըստ իւրաքանչիւր արժանեաց. *Ընդունէր զբարեպաշտութիւնս արարչապէս՝ ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”